- ὑπομενεῖ
- ὑπομένωstay behindfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ὑπομένωstay behindfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπομένει — ὑπομένω stay behind pres ind mp 2nd sg ὑπομένω stay behind pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπονος — ἔμπονος, ον (AM) Ι. 1. αυτός που υπομένει τους πόνους, τους κόπους 2. πονεμένος, γεμάτος πόνο («ἔμπονος κραυγή», ΠΔ Μακκ.) 2. κουραστικός, επίπονος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμπονον η αντοχή στους κόπους ΙΙ. επίρρ. ἐμπόνως 1. με κόπο, κοπιαστικά,… … Dictionary of Greek
ανάταση — η (AM ἀνάτασις) [ανατείνω] η ενέργεια του ανατείνω, η τάση προς τα επάνω, ανύψωση νεοελλ. 1. μτφ. ψυχική μεταρσίωση, έξαρση του πνεύματος 2. (Γυμν.) άσκηση στην οποία ο ασκούμενος υψώνει τα χέρια του κατακόρυφα προς τα επάνω με τις παλάμες… … Dictionary of Greek
ανθεκτικότητα — η 1. η δύναμη να αντέχει ή να υπομένει κάποιος κάτι, αντοχή … Dictionary of Greek
δυσκολοβάσταχτος — η, ο 1. δυσβάστακτος 2. μτφ. αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει κανείς 3. αυτός που δύσκολα συγκρατείται … Dictionary of Greek
δυσκράτητος — δυσκράτητος, ον (Α) 1. δυσκολονίκητος 2. δυσκολοκυβέρνητος 3. αυτός που δύσκολα υπομένει την εξουσία κάποιου … Dictionary of Greek
δυσκόμιστος — η, ο (Α δυσκόμιστος, ον) νεοελλ. αυτός που δύσκολα μεταφέρεται («δυσκόμιστο φορτίο») αρχ. αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή υποφέρει κανείς … Dictionary of Greek
δυσφόρητος — δυσφόρητος, ον (Α) αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή ανέχεται κανείς … Dictionary of Greek
δύσλοφος — δύσλοφος, ον (Α) 1. βαρύς, δυσάρεστος στον τράχηλο («δύσλοφος ζυγός») 2. αυτός που δεν υπομένει ζυγό («δύσλοφοι ἡμίονοι») … Dictionary of Greek
δύστλητος — δύστλητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα τόν υπομένει κανείς … Dictionary of Greek